-
1 ζωστηρ
- ῆρος ὅ1) зостер (воинский пояс, закрывавший нижнюю часть θώρηξ и верхнюю часть ζῶμα и защищавший брюшную и паховую области Pind., Her., Arst., Plut.)πάροιθεν εἰρύσατο ζ. ἠδ΄ ὑπένερθεν ζῶμά τε καὴ μίτρη Hom. — (стрела) наткнулась сначала на зостер, а затем на зому и митру
2) пояс, подпояска(ζωστῆρι συνέεργε χιτῶνα, sc. Εὔμαιος Hom.)
3) перен. пояс, круг, кольцо(Αἰγαίου κύματος Anth.)
4) опоясывающая сыпь Plin.
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek